Δεν σε θέλω πια

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Οι ιστορικές πηγές υπογραμμίζουν τις στενές σχέσεις μεταξύ της ιταλόφωνης και της ελληνόφωνης μουσικής. Οι συνομιλίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ συγκεκριμένων τόπων, όπως τα νησιά του Ιονίου, τα Δωδεκάνησα και η Πάτρα, με ιταλικές πόλεις, και τα αποτελέσματά τους είναι αρκετά ώστε να αναδείξουν τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των δύο εθνοπολιτισμικών ομάδων. Επιπλέον, σχέσεις σφυρηλατήθηκαν σε τόπους όπου οι δυο εθνότητες έζησαν μαζί. Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της κοσμοπολίτικης Σμύρνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ή σε αυτήν της Νέας Υόρκης, όπου Ιταλοί και Έλληνες μετέβησαν ως μετανάστες. Ερευνώντας το ιστορικό υλικό, φαίνεται ότι ειδικά μία πόλη της ιταλικής χερσονήσου ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου πρωταγωνίστησαν ελληνόφωνοι μουσικοί. Πρόκειται για τη Νάπολη και το περίφημο Canzone Napoletana. Το “Δεν σε θέλω πια” ή "Από τα πολλά" ανήκει σε ένα corpus τραγουδιών, από το οποίο οι Έλληνες πρωταγωνιστές δανείστηκαν μουσική ή/και στίχο από προϋπάρχοντα ναπολιτάνικα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι οικειοποιήσεις δεν αφορούν μόνο το ναπολιτάνικο τραγούδι αλλά συνολικά το ιταλόφωνο, καθώς συχνά τα πρωτότυπα ναπολιτάνικα μεταφράστηκαν στην ιταλική, από την οποία προέκυψε το δάνειο. Τα τραγούδια αυτά εξέβαλαν στον ελληνόφωνο κόσμο είτε διά της ευθείας οδού, είτε δια της τεθλασμένης, μέσω άλλων ρεπερτοριακών δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Η οικειοποίηση από την πλευρά των Ελλήνων μουσικών είναι διττή: αφορά αφενός τον στίχο ο οποίος πλέον είναι ελληνικός (συχνά, μάλιστα, δεν έχει καμία σχέση με τον πρωτότυπο), αλλά, αφετέρου, αφορά και τις πρακτικές εκτέλεσης: διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετικό τραγουδιστικό ύφος, συχνά διαφοροποιήσεις στις μελωδικές και ρυθμικές φόρμες, αλλά και στις αρμονίες. Οι Έλληνες μουσικοί προσαρμόζουν αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Άλλωστε, η συνθήκη των μαντολίνων, των κιθάρων, των μαρς, της φωνητικής πολυφωνίας και του bel canto φωνητικού ιδιώματος αποτελούν χαρακτηριστικά που φανερώνουν τις επιρροές του Canzone Napoletana στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά σχηματίζεται είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-ιταλικές σχέσεις.

Το “Δεν σε θέλω πια” είναι διασκευή του ναπολιτάνικου τραγουδιού "Mbraccia a me!.." (Αγκάλιασέ με) των Vincenzo Di Chiara-Antonio Barbieri με ελληνικούς στίχους. Η παρτιτούρα περιλαμβάνεται στην έκδοση "La Tavola Rotonda" (Κυριακάτικη λογοτεχνική, εικονογραφημένη, μουσική εφημερίδα), στο τεύχος του 1908. Παρτιτούρα του τραγουδιού κυκλοφόρησε και από τον “Casa Editrice F. Bideri” στη Νάπολη το 1932.

Το “Piedigrotta”, το οποίο διαβάζουμε στον τίτλο της εφημερίδας, αφορά σε μία από τις πιο διάσημες και παλαιότερες θρησκευτικές γιορτές που πραγματοποιούνταν στη Νάπολη. Κατά την διάρκεια της γιορτής ένας μουσικός διαγωνισμός λάμβανε χώρα, ο οποίος κατά τον 19ο αιώνα μετατράπηκε σε δυναμικό φεστιβάλ. Το εν λόγω φεστιβάλ πήρε τη μορφή εμπορικού μηχανισμού, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση και προώθηση του ναπολιτάνικου τραγουδιού. Το “Mbraccia a me” ηχογραφήθηκε από τους Figli di Ciro (βλ. εδώ και εδώ), τον Pasquale Sirabella (βλ. εδώ), τον Piero Orsatti (βλ. εδώ), τον Diego Giannini (βλ. εδώ), τον Vittorio Parisi (βλ. εδώ), τον Raffaele Balsamo (βλ. εδώ).

Όπως σημειώνει ο Γιώργος Κοκκώνης και η Μαρία Ζουμπούλη στο ένθετο που συνοδεύει τη μουσική έκδοση "Η Σμύρνη και η Σμυρνιά" (2013: 9): «Tο “Δε σε θέλω πια” είναι ιταλική καντσονέτα που στην πρώτη της εκδοχή ουδεμία σχέση έχει αισθητικά με την σμυρναίικη διασκευή του: αν το χαρακτηρίσουμε “δυτικό”, συσκοτίζουμε την δυναμική μέσα στην οποία υιοθετήθηκε από τους Σμυρνιώτες, και η οποία αποτελεί ίσως το βασικότερο συστατικό του πρωτότυπου ύφους που δημιούργησαν, πέρα και πάνω από οργανολογικά ζητήματα ή διαστηματικές επιλογές. Στην δυναμική αυτή θα πρέπει να προσθέσουμε όμως και ένα άλλο ουσιαστικό χαρακτηριστικό του σμυρναίικου ύφους: το πλαίσιο της επιτέλεσης, που φέρνει μουσικούς και κοινό σε μια μεταξύ τους κοινωνία γεμάτη ένταση, πάθος και χαρά της ζωής».

Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία έχουν μέχρι στιγμής εντοπιστεί οι παρακάτω ηχογραφήσεις:

- Δεν σε θέλω πια, Ελληνική Εστουδιαντίνα, Σμύρνη, Ιούνιος 1910 (Gramophone 1552y - 3-14586X & Victor 63523)
- Δεν σε θέλω πια, Ελληνική Εστουδιαντίνα, Σμύρνη, Ιούνιος 1910 (Gramophone 1552½y - 3-14586 & 040 & Victor 63523Β), παρούσα ηχογράφηση
- Δεν σε θέλω πια, Ελληνική Εστουδιαντίνα, Κωνσταντινούπολη, 3 Ιουλίου 1910 (Gramophone 1641y - 3-14101 & 032 & Victor 63519)
- Από τα πολλά, Εστουδιαντίνα Χριστοδουλίδη, 5 Ιουλίου 1910 (Favorite 3950-t - 1-59031)
- Δεν σε θέλω πια, Αντώνης Μελιτσιάνος, Κωνσταντινούπολη, 1910-1911 (Grammavox 12097)
- Δεν σε θέλω πια, Ελληνική Εστουδιαντίνα, Κωνσταντινούπολη, μεταξύ 1909-1912 (Odeon 46357)
- Δεν σε θέλω πια, Γιώργος Χέλμης, Νέα Υόρκη, περίπου Σεπτέμβριος 1918 (Columbia 84611 - E4106)

Ο Μένιος Καλυβιώτης (2015: 153) αναφέρει: «Στην παρούσα μελέτη, εντοπίστηκε μία σπάνια ηχογράφησή του με τούρκικα λόγια, που συμπεριλαμβάνεται στις ηχοληψίες που έκανε το 1910 ο A. Clarke. Είναι το τραγούδι "Boycottage cantossi" που, όπως φαίνεται στους πίνακες, ηχογραφήθηκε στην Δράμα από την Βικτώρια. Το "cantossi" του τίτλου υποδηλώνει ότι πιθανότατα προέρχεται ή χρησιμοποιήθηκε στο μουσικό θέατρο».

Στην παρτιτούρα που κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο S. Christidis στην Κωνσταντινούπολη το τραγούδι αποδίδεται (στίχοι-μουσική) στον Β. Δ. Σιδερή, ενώ στο εξώφυλλο της παρτιτούρας που εκδόθηκε από τον οίκο Φέξη αναγράφεται «Μουσική εκ του ιταλικού» και "V. Di Chiara".

Επίσης, σύμφωνα με την παρτιτούρα που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Γεωργίου Δ. Φέξη με τίτλο "Τα δένδρα", το ναπολιτάνικο τραγούδι "Mbraccia a me!" σε διασκευή Θεόφραστου Σακελλαρίδη και με άλλους στίχους των Μπάμπη Άννινου και Γιώργου Τσοκόπουλου συμπεριελήφθη στην επιθεώρηση "Παναθήναια" του 1909.

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[Ναπολιτάνικοι στίχοι: Barbieri Antonio
Ελληνικοί στίχοι: Σιδερής Β. Δ. (;)]
Τραγουδιστές:
Ελληνική Εστουδιαντίνα
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Ελληνική Εστουδιαντίνα
Χρονολογία ηχογράφησης:
06/1910
Τόπος ηχογράφησης:
Σμύρνη
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Victor
Αριθμός καταλόγου:
63523-B
Αριθμός μήτρας:
1552½y
Διάρκεια:
3:01
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10'' (25 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Vi_63523_DenSeTheloPia
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Δεν σε θέλω πια", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=4372
Στίχοι:
Απ’ τα πολλά που μ’ έχεις καμωμένα
δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια
τα σωθικά μου τα 'χεις μαυρισμένα
δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια

Δε μ’ αρέσουν πλέον τα γινάτια
δεν πονώ για τα γλυκά σου μάτια
παίζω και γελώ κι όπου βρω αγαπώ
μάθε κι άλλη μια πως δε σε θέλω πια

Τι μου μηνάς πως δεν μπορείς να ζήσεις
δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια
με φοβερίζεις πως θ’ αυτοκτονήσεις
δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια

Αλλού να βρεις τα νάζια σου να κάνεις
δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια
το ίδιο το ’χω αν ζεις ή αν ’ποθάνεις
δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια

Γιατί περνάς και όλο πως με θέλεις
δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια
Τι μου μηνάς και γράμματα μου στέλνεις
δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Οι ιστορικές πηγές υπογραμμίζουν τις στενές σχέσεις μεταξύ της ιταλόφωνης και της ελληνόφωνης μουσικής. Οι συνομιλίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ συγκεκριμένων τόπων, όπως τα νησιά του Ιονίου, τα Δωδεκάνησα και η Πάτρα, με ιταλικές πόλεις, και τα αποτελέσματά τους είναι αρκετά ώστε να αναδείξουν τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των δύο εθνοπολιτισμικών ομάδων. Επιπλέον, σχέσεις σφυρηλατήθηκαν σε τόπους όπου οι δυο εθνότητες έζησαν μαζί. Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της κοσμοπολίτικης Σμύρνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ή σε αυτήν της Νέας Υόρκης, όπου Ιταλοί και Έλληνες μετέβησαν ως μετανάστες. Ερευνώντας το ιστορικό υλικό, φαίνεται ότι ειδικά μία πόλη της ιταλικής χερσονήσου ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου πρωταγωνίστησαν ελληνόφωνοι μουσικοί. Πρόκειται για τη Νάπολη και το περίφημο Canzone Napoletana. Το “Δεν σε θέλω πια” ή "Από τα πολλά" ανήκει σε ένα corpus τραγουδιών, από το οποίο οι Έλληνες πρωταγωνιστές δανείστηκαν μουσική ή/και στίχο από προϋπάρχοντα ναπολιτάνικα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι οικειοποιήσεις δεν αφορούν μόνο το ναπολιτάνικο τραγούδι αλλά συνολικά το ιταλόφωνο, καθώς συχνά τα πρωτότυπα ναπολιτάνικα μεταφράστηκαν στην ιταλική, από την οποία προέκυψε το δάνειο. Τα τραγούδια αυτά εξέβαλαν στον ελληνόφωνο κόσμο είτε διά της ευθείας οδού, είτε δια της τεθλασμένης, μέσω άλλων ρεπερτοριακών δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Η οικειοποίηση από την πλευρά των Ελλήνων μουσικών είναι διττή: αφορά αφενός τον στίχο ο οποίος πλέον είναι ελληνικός (συχνά, μάλιστα, δεν έχει καμία σχέση με τον πρωτότυπο), αλλά, αφετέρου, αφορά και τις πρακτικές εκτέλεσης: διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετικό τραγουδιστικό ύφος, συχνά διαφοροποιήσεις στις μελωδικές και ρυθμικές φόρμες, αλλά και στις αρμονίες. Οι Έλληνες μουσικοί προσαρμόζουν αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Άλλωστε, η συνθήκη των μαντολίνων, των κιθάρων, των μαρς, της φωνητικής πολυφωνίας και του bel canto φωνητικού ιδιώματος αποτελούν χαρακτηριστικά που φανερώνουν τις επιρροές του Canzone Napoletana στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά σχηματίζεται είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-ιταλικές σχέσεις.

Το “Δεν σε θέλω πια” είναι διασκευή του ναπολιτάνικου τραγουδιού "Mbraccia a me!.." (Αγκάλιασέ με) των Vincenzo Di Chiara-Antonio Barbieri με ελληνικούς στίχους. Η παρτιτούρα περιλαμβάνεται στην έκδοση "La Tavola Rotonda" (Κυριακάτικη λογοτεχνική, εικονογραφημένη, μουσική εφημερίδα), στο τεύχος του 1908. Παρτιτούρα του τραγουδιού κυκλοφόρησε και από τον “Casa Editrice F. Bideri” στη Νάπολη το 1932.

Το “Piedigrotta”, το οποίο διαβάζουμε στον τίτλο της εφημερίδας, αφορά σε μία από τις πιο διάσημες και παλαιότερες θρησκευτικές γιορτές που πραγματοποιούνταν στη Νάπολη. Κατά την διάρκεια της γιορτής ένας μουσικός διαγωνισμός λάμβανε χώρα, ο οποίος κατά τον 19ο αιώνα μετατράπηκε σε δυναμικό φεστιβάλ. Το εν λόγω φεστιβάλ πήρε τη μορφή εμπορικού μηχανισμού, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση και προώθηση του ναπολιτάνικου τραγουδιού. Το “Mbraccia a me” ηχογραφήθηκε από τους Figli di Ciro (βλ. εδώ και εδώ), τον Pasquale Sirabella (βλ. εδώ), τον Piero Orsatti (βλ. εδώ), τον Diego Giannini (βλ. εδώ), τον Vittorio Parisi (βλ. εδώ), τον Raffaele Balsamo (βλ. εδώ).

Όπως σημειώνει ο Γιώργος Κοκκώνης και η Μαρία Ζουμπούλη στο ένθετο που συνοδεύει τη μουσική έκδοση "Η Σμύρνη και η Σμυρνιά" (2013: 9): «Tο “Δε σε θέλω πια” είναι ιταλική καντσονέτα που στην πρώτη της εκδοχή ουδεμία σχέση έχει αισθητικά με την σμυρναίικη διασκευή του: αν το χαρακτηρίσουμε “δυτικό”, συσκοτίζουμε την δυναμική μέσα στην οποία υιοθετήθηκε από τους Σμυρνιώτες, και η οποία αποτελεί ίσως το βασικότερο συστατικό του πρωτότυπου ύφους που δημιούργησαν, πέρα και πάνω από οργανολογικά ζητήματα ή διαστηματικές επιλογές. Στην δυναμική αυτή θα πρέπει να προσθέσουμε όμως και ένα άλλο ουσιαστικό χαρακτηριστικό του σμυρναίικου ύφους: το πλαίσιο της επιτέλεσης, που φέρνει μουσικούς και κοινό σε μια μεταξύ τους κοινωνία γεμάτη ένταση, πάθος και χαρά της ζωής».

Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία έχουν μέχρι στιγμής εντοπιστεί οι παρακάτω ηχογραφήσεις:

- Δεν σε θέλω πια, Ελληνική Εστουδιαντίνα, Σμύρνη, Ιούνιος 1910 (Gramophone 1552y - 3-14586X & Victor 63523)
- Δεν σε θέλω πια, Ελληνική Εστουδιαντίνα, Σμύρνη, Ιούνιος 1910 (Gramophone 1552½y - 3-14586 & 040 & Victor 63523Β), παρούσα ηχογράφηση
- Δεν σε θέλω πια, Ελληνική Εστουδιαντίνα, Κωνσταντινούπολη, 3 Ιουλίου 1910 (Gramophone 1641y - 3-14101 & 032 & Victor 63519)
- Από τα πολλά, Εστουδιαντίνα Χριστοδουλίδη, 5 Ιουλίου 1910 (Favorite 3950-t - 1-59031)
- Δεν σε θέλω πια, Αντώνης Μελιτσιάνος, Κωνσταντινούπολη, 1910-1911 (Grammavox 12097)
- Δεν σε θέλω πια, Ελληνική Εστουδιαντίνα, Κωνσταντινούπολη, μεταξύ 1909-1912 (Odeon 46357)
- Δεν σε θέλω πια, Γιώργος Χέλμης, Νέα Υόρκη, περίπου Σεπτέμβριος 1918 (Columbia 84611 - E4106)

Ο Μένιος Καλυβιώτης (2015: 153) αναφέρει: «Στην παρούσα μελέτη, εντοπίστηκε μία σπάνια ηχογράφησή του με τούρκικα λόγια, που συμπεριλαμβάνεται στις ηχοληψίες που έκανε το 1910 ο A. Clarke. Είναι το τραγούδι "Boycottage cantossi" που, όπως φαίνεται στους πίνακες, ηχογραφήθηκε στην Δράμα από την Βικτώρια. Το "cantossi" του τίτλου υποδηλώνει ότι πιθανότατα προέρχεται ή χρησιμοποιήθηκε στο μουσικό θέατρο».

Στην παρτιτούρα που κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο S. Christidis στην Κωνσταντινούπολη το τραγούδι αποδίδεται (στίχοι-μουσική) στον Β. Δ. Σιδερή, ενώ στο εξώφυλλο της παρτιτούρας που εκδόθηκε από τον οίκο Φέξη αναγράφεται «Μουσική εκ του ιταλικού» και "V. Di Chiara".

Επίσης, σύμφωνα με την παρτιτούρα που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Γεωργίου Δ. Φέξη με τίτλο "Τα δένδρα", το ναπολιτάνικο τραγούδι "Mbraccia a me!" σε διασκευή Θεόφραστου Σακελλαρίδη και με άλλους στίχους των Μπάμπη Άννινου και Γιώργου Τσοκόπουλου συμπεριελήφθη στην επιθεώρηση "Παναθήναια" του 1909.

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[Ναπολιτάνικοι στίχοι: Barbieri Antonio
Ελληνικοί στίχοι: Σιδερής Β. Δ. (;)]
Τραγουδιστές:
Ελληνική Εστουδιαντίνα
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Ελληνική Εστουδιαντίνα
Χρονολογία ηχογράφησης:
06/1910
Τόπος ηχογράφησης:
Σμύρνη
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Victor
Αριθμός καταλόγου:
63523-B
Αριθμός μήτρας:
1552½y
Διάρκεια:
3:01
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10'' (25 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Vi_63523_DenSeTheloPia
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Δεν σε θέλω πια", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=4372
Στίχοι:
Απ’ τα πολλά που μ’ έχεις καμωμένα
δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια
τα σωθικά μου τα 'χεις μαυρισμένα
δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια

Δε μ’ αρέσουν πλέον τα γινάτια
δεν πονώ για τα γλυκά σου μάτια
παίζω και γελώ κι όπου βρω αγαπώ
μάθε κι άλλη μια πως δε σε θέλω πια

Τι μου μηνάς πως δεν μπορείς να ζήσεις
δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια
με φοβερίζεις πως θ’ αυτοκτονήσεις
δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια

Αλλού να βρεις τα νάζια σου να κάνεις
δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια
το ίδιο το ’χω αν ζεις ή αν ’ποθάνεις
δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια

Γιατί περνάς και όλο πως με θέλεις
δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια
Τι μου μηνάς και γράμματα μου στέλνεις
δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια

Σχετικά τεκμήρια

Δείτε επίσης