Σερενάτα Σούμπερτ

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Στην πρώιμη περίοδο της δισκογραφίας δεν υπάρχει προηγούμενο μοντέλο διαχείρισης. Η κάθε εταιρεία δημιουργεί τα δικά της δίκτυα, τα οποία θα της επιτρέψουν να πρωταγωνιστήσει δυναμικά στην αγορά. Δημιουργούνται καινούργιες ειδικότητες και επαγγέλματα, ενώ προκύπτουν και νέα δεδομένα ή η ανάγκη για επικαιροποίηση παλαιότερων, με σοβαρότερο αυτό της πνευματικής ιδιοκτησίας. Η τελευταία, μέχρι τότε, αφορούσε ως επί τω πλείστον τις έντυπες εμπορικές παρτιτούρες και τα δικαιώματα των εκδοτών. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά παίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Αυτή τη φορά το δίκτυο ρυθμίζεται προγραμματιστικά, υπό διαφορετικούς όρους και δια μέσω νέων ατραπών. Η διακίνηση μουσικών αποτελούσε ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Αν και τα λαϊκά ρεπερτόρια κατέχουν ένα πολύ σοβαρό κομμάτι στο κεφαλαιώδες ζήτημα της μετακίνησης μουσικών σκοπών από τόπο σε τόπο, και στην οικειοποίηση, ηχογράφηση και συχνά πλήρη ένταξή τους σε ρεπερτόρια άλλων εθνοπολιτισμικών ομάδων, τα λόγια μουσικά μορφώματα μετέχουν, επίσης, σε αυτό το δίκτυο μεταφοράς: συμφωνικά ή σολιστικά έργα, άριες, ντουέτα και τρίο από κάθε λογής όπερες, αλλά και τραγούδια συνθετών όπως ο Schubert, μεταφράζονται και ηχογραφούνται σε άλλες γλώσσες, συχνά μάλιστα με διαφοροποιημένα ορχηστρικά σύνολα. Οι «κλασικές» μουσικές, προερχόμενες κυρίως από τον γερμανόφωνο, τον ιταλόφωνο και τον γαλλόφωνο κόσμο, δια των νέων εργαλείων διάχυσης που προσφέρει η δισκογραφία, επιζητούν όχι απλώς να εισχωρήσουν πλέον στις διεθνείς αγορές ως νέο μέσο, αλλά να μπουν, στην πραγματικότητα, μέσα στα ίδια τα σπίτια των ανθρώπων.

Η εν λόγω ηχογράφηση αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους της "Ständchen", ή "Serenade", για φωνή και πιάνο σε μουσική του Franz Schubert και στίχους του Ludwig Rellstab.

Περιλαμβάνεται, ως τέταρτο τραγούδι, στον κύκλο 14 τραγουδιών "Schwanengesang" D 957, σε στίχους των Ludwig Rellstab, Heinrich Heine, Johann Gabriel Seidl. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε παρτιτούρα το 1829 στη Βιέννη, από τον Tobias Haslinger.

Ηχογραφήθηκε και διασκευάστηκε αμέτρητες φορές στην ιστορική δισκογραφία πολλών κρατών, με διάφορες μορφές και σε διάφορες περιοχές και γλώσσες.

Για εκτελέσεις βλ. εδώ, εδώ και εδώ, στη βάση δεδομένων που προέκυψε από την έρευνα του Alan Kelly, καθώς και στην ιστοσελίδα του αρχείου του Yuri Bernikov.

Ενδεικτικά, μερικές από τις παλαιότερες εκτελέσεις:

- Ferruccio Giannini, ΗΠΑ 1898 (Berliner 1920)
- E. Francisco, ΗΠΑ, Φεβρουάριος 1900 (Berliner 01006)
- Пѣснь моя летитъ, М.А.Михайлова, Αγία Πετρούπολη 1905 (Gramophone 2852L - 23475)
- Charles D'Almaine - Darius Lyons, Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ, 2 Ιανουαρίου 1906 (Victor C-2974 - 31493)

Ελληνική παρτιτούρα σε διασκευή του Γ. Δ. και στίχους του Δημ. Ι. κυκλοφόρησε από το περιοδικό «Εβδομάς», καθώς και από τον εκδοτικό οίκο Γεωργίου Φέξη το 1900, σε επιμέλεια Διονύσιου Λαυράγκα.

Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία ηχογραφήθηκε από τον Μιχάλη Θωμάκο, τον Λύσανδρο Ιωαννίδη, τον Αντώνη Καλαμπούση και τη Μαρίκα Παπαγκίκα (παρούσα εκτέλεση).

Στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Το ελληνικόν θέατρον» (Έτος Ι', αριθ. 185, Σεπτέμβριος 1934) δημοσιεύεται χρονογράφημα του Θ. [Θεόφραστου] Ι. Σακελλαρίδη με τίτλο «Σούμπερτ», το οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων και στη «Σερενάτα» του Αυστριακού συνθέτη:

«Ο Αριστοτέλης λέγει κάπου ότι και το να πεθάνη κανείς εις την Ελλάδα είνε ζαλωτός πότμος, δηλαδή ζηλευτή συμφορά. Εάν όμως ο Αριστοτέλης εζούσε σήμερα, θα έγραφε ασφαλώς ότι το να δοξάζεται κανείς εις την Ελλάδα είνε η μεγαλειτέρα συμφορά και το φρικωδέστερον ρεζιλίκι. Παράδειγμα ο μεγάλος μουσουργός Σούμπερτ. Όσο η μούσα του επτερύγιζε εις όλον τον έξω κόσμον, ήτο μια λατρεία. Από τη στιγμή όμως που εισήλθε εις την Ελλάδα, έγινε ρουτίνα. Εχορεύθη ως φοξ, εχορεύθη ως ταγκό, εμπήκε εις τας επιθεωρήσεις, έγινε νούμερο. Μία κινηματογραφική ταινία τον έκανε "δημοφιλή συνθέτην" και τον ετάραξε. "Βάρα λίγο Σούμπερτ, αδερφάκι", φωνάζει στον βιολιτζή ο βλάμης που γλεντά με την παρέα του στο εξοχικό κέντρο. "Ιβί καλέ Ευζοκία, τώμαθες το νέο βαλσάκι που ήβγαλε το σινεμά", ερωτά η προσφυγίνα Μαρίτσα εις τους Ποδαράδες, εννοούσα την περίφημη σερενάταν. Ιβί και αν τ' άκουγε αυτά από καμιά μεριά σήμερα η κόμησσα Εστερχάζυ, που είχε ερωτευθή από θαυμασμό τον μεγάλο συνθέτην, τι ντεζιλουζιόν θα πάθανε η συφοριασμένη. Δεν είνε και μικρό πράγμα να ακούς τον Σούμπερτ στην ταβέρνα και μάλιστα εκτελούμενον από μπαγλαμάν. Εις την Ευρώπην η γαλήνια μουσική του θεωρείται άσπιλη παρθένος, εις την Ελλάδα εμπήκε στο λαρύγγι της Κατινάρας και έγινε νταλγκάς.

Αλλά δεν αρκούν μόνο αυτά. Το συμπλήρωμα της δόξης (!) συνετελέσθη. Όλα μπορούσε να φαντασθή ο Σούμπερτ, αλλά όχι και ότι θα έμπαινε εις την Αθηναϊκήν ρομβίαν. Εις ένα καφεδάκι ενός στενού δρομάκου της Πλάκας εκάθησε προχθές ο γράφων αυτάς τας γραμμάς να ξεκουρασθή λίγο, οπόταν καταφθάνει η ρομβία και αρχίζει να παίζη Σούμπερτ. Το "γελεκάκι", το "καλογεράκι", το "μια γυναίκα πέρασε" και όλαι αι άλλαι "επιτυχίαι" του είχαν παραχωρήση την θέσιν των. Κατόπιν ο λατερνατζής ήρθε προτείνων το πιατάκι και σε μένα. Έβγαλα υπερηφάνως και τουδωσα ένα φράγκο, αφού κατήντησε ο Σούμπερτ εις τον τόπον μας να έχη ανάγκην και του ιδικού μου φράγκου, και έπειτα τον είδα να προσορμίζεται στη γειτονική ταβέρνα για να γευματίση. Το μενού του Σούμπερτ ήταν λίγες μαριδούλες, λίγη φέτα και ένα εκατοσταράκι. Τόσα είχε βγάλη. Δυστυχής άνθρωπος! Πριν κερδίση την αθανασίαν δεν είχε ψωμί να φάη και έβαζε τα ρούχα του ενέχυρον. Μετά που εκέρδισε, μαζεύει δεκάρες στα στενά της Πλάκας. Τι ρεζιλίκι που είνε η δόξη στην Ελλάδα!»

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[Γερμανικοί στίχοι: Rellstab Ludwig]
Ελληνικοί στίχοι: Άγνωστος
Τραγουδιστές:
Παπαγκίκα Μαρίκα
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
[Βιολί (Μακεδόνας Αθανάσιος), τσέλο (Σιφνιός Μάρκος), τσίμπαλο (Παπαγκίκας Κώστας)]
Χρονολογία ηχογράφησης:
07/1919
Τόπος ηχογράφησης:
Νέα Υόρκη
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Columbia USA
Αριθμός καταλόγου:
E 5187
Αριθμός μήτρας:
59576
Διάρκεια:
04:33
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 12'' (30 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Col_E5187_SerenataSchubert
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Σερενάτα Σούμπερτ", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=9395

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Στην πρώιμη περίοδο της δισκογραφίας δεν υπάρχει προηγούμενο μοντέλο διαχείρισης. Η κάθε εταιρεία δημιουργεί τα δικά της δίκτυα, τα οποία θα της επιτρέψουν να πρωταγωνιστήσει δυναμικά στην αγορά. Δημιουργούνται καινούργιες ειδικότητες και επαγγέλματα, ενώ προκύπτουν και νέα δεδομένα ή η ανάγκη για επικαιροποίηση παλαιότερων, με σοβαρότερο αυτό της πνευματικής ιδιοκτησίας. Η τελευταία, μέχρι τότε, αφορούσε ως επί τω πλείστον τις έντυπες εμπορικές παρτιτούρες και τα δικαιώματα των εκδοτών. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά παίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Αυτή τη φορά το δίκτυο ρυθμίζεται προγραμματιστικά, υπό διαφορετικούς όρους και δια μέσω νέων ατραπών. Η διακίνηση μουσικών αποτελούσε ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Αν και τα λαϊκά ρεπερτόρια κατέχουν ένα πολύ σοβαρό κομμάτι στο κεφαλαιώδες ζήτημα της μετακίνησης μουσικών σκοπών από τόπο σε τόπο, και στην οικειοποίηση, ηχογράφηση και συχνά πλήρη ένταξή τους σε ρεπερτόρια άλλων εθνοπολιτισμικών ομάδων, τα λόγια μουσικά μορφώματα μετέχουν, επίσης, σε αυτό το δίκτυο μεταφοράς: συμφωνικά ή σολιστικά έργα, άριες, ντουέτα και τρίο από κάθε λογής όπερες, αλλά και τραγούδια συνθετών όπως ο Schubert, μεταφράζονται και ηχογραφούνται σε άλλες γλώσσες, συχνά μάλιστα με διαφοροποιημένα ορχηστρικά σύνολα. Οι «κλασικές» μουσικές, προερχόμενες κυρίως από τον γερμανόφωνο, τον ιταλόφωνο και τον γαλλόφωνο κόσμο, δια των νέων εργαλείων διάχυσης που προσφέρει η δισκογραφία, επιζητούν όχι απλώς να εισχωρήσουν πλέον στις διεθνείς αγορές ως νέο μέσο, αλλά να μπουν, στην πραγματικότητα, μέσα στα ίδια τα σπίτια των ανθρώπων.

Η εν λόγω ηχογράφηση αποτελεί διασκευή με ελληνικούς στίχους της "Ständchen", ή "Serenade", για φωνή και πιάνο σε μουσική του Franz Schubert και στίχους του Ludwig Rellstab.

Περιλαμβάνεται, ως τέταρτο τραγούδι, στον κύκλο 14 τραγουδιών "Schwanengesang" D 957, σε στίχους των Ludwig Rellstab, Heinrich Heine, Johann Gabriel Seidl. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε παρτιτούρα το 1829 στη Βιέννη, από τον Tobias Haslinger.

Ηχογραφήθηκε και διασκευάστηκε αμέτρητες φορές στην ιστορική δισκογραφία πολλών κρατών, με διάφορες μορφές και σε διάφορες περιοχές και γλώσσες.

Για εκτελέσεις βλ. εδώ, εδώ και εδώ, στη βάση δεδομένων που προέκυψε από την έρευνα του Alan Kelly, καθώς και στην ιστοσελίδα του αρχείου του Yuri Bernikov.

Ενδεικτικά, μερικές από τις παλαιότερες εκτελέσεις:

- Ferruccio Giannini, ΗΠΑ 1898 (Berliner 1920)
- E. Francisco, ΗΠΑ, Φεβρουάριος 1900 (Berliner 01006)
- Пѣснь моя летитъ, М.А.Михайлова, Αγία Πετρούπολη 1905 (Gramophone 2852L - 23475)
- Charles D'Almaine - Darius Lyons, Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ, 2 Ιανουαρίου 1906 (Victor C-2974 - 31493)

Ελληνική παρτιτούρα σε διασκευή του Γ. Δ. και στίχους του Δημ. Ι. κυκλοφόρησε από το περιοδικό «Εβδομάς», καθώς και από τον εκδοτικό οίκο Γεωργίου Φέξη το 1900, σε επιμέλεια Διονύσιου Λαυράγκα.

Στην ελληνική ιστορική δισκογραφία ηχογραφήθηκε από τον Μιχάλη Θωμάκο, τον Λύσανδρο Ιωαννίδη, τον Αντώνη Καλαμπούση και τη Μαρίκα Παπαγκίκα (παρούσα εκτέλεση).

Στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Το ελληνικόν θέατρον» (Έτος Ι', αριθ. 185, Σεπτέμβριος 1934) δημοσιεύεται χρονογράφημα του Θ. [Θεόφραστου] Ι. Σακελλαρίδη με τίτλο «Σούμπερτ», το οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων και στη «Σερενάτα» του Αυστριακού συνθέτη:

«Ο Αριστοτέλης λέγει κάπου ότι και το να πεθάνη κανείς εις την Ελλάδα είνε ζαλωτός πότμος, δηλαδή ζηλευτή συμφορά. Εάν όμως ο Αριστοτέλης εζούσε σήμερα, θα έγραφε ασφαλώς ότι το να δοξάζεται κανείς εις την Ελλάδα είνε η μεγαλειτέρα συμφορά και το φρικωδέστερον ρεζιλίκι. Παράδειγμα ο μεγάλος μουσουργός Σούμπερτ. Όσο η μούσα του επτερύγιζε εις όλον τον έξω κόσμον, ήτο μια λατρεία. Από τη στιγμή όμως που εισήλθε εις την Ελλάδα, έγινε ρουτίνα. Εχορεύθη ως φοξ, εχορεύθη ως ταγκό, εμπήκε εις τας επιθεωρήσεις, έγινε νούμερο. Μία κινηματογραφική ταινία τον έκανε "δημοφιλή συνθέτην" και τον ετάραξε. "Βάρα λίγο Σούμπερτ, αδερφάκι", φωνάζει στον βιολιτζή ο βλάμης που γλεντά με την παρέα του στο εξοχικό κέντρο. "Ιβί καλέ Ευζοκία, τώμαθες το νέο βαλσάκι που ήβγαλε το σινεμά", ερωτά η προσφυγίνα Μαρίτσα εις τους Ποδαράδες, εννοούσα την περίφημη σερενάταν. Ιβί και αν τ' άκουγε αυτά από καμιά μεριά σήμερα η κόμησσα Εστερχάζυ, που είχε ερωτευθή από θαυμασμό τον μεγάλο συνθέτην, τι ντεζιλουζιόν θα πάθανε η συφοριασμένη. Δεν είνε και μικρό πράγμα να ακούς τον Σούμπερτ στην ταβέρνα και μάλιστα εκτελούμενον από μπαγλαμάν. Εις την Ευρώπην η γαλήνια μουσική του θεωρείται άσπιλη παρθένος, εις την Ελλάδα εμπήκε στο λαρύγγι της Κατινάρας και έγινε νταλγκάς.

Αλλά δεν αρκούν μόνο αυτά. Το συμπλήρωμα της δόξης (!) συνετελέσθη. Όλα μπορούσε να φαντασθή ο Σούμπερτ, αλλά όχι και ότι θα έμπαινε εις την Αθηναϊκήν ρομβίαν. Εις ένα καφεδάκι ενός στενού δρομάκου της Πλάκας εκάθησε προχθές ο γράφων αυτάς τας γραμμάς να ξεκουρασθή λίγο, οπόταν καταφθάνει η ρομβία και αρχίζει να παίζη Σούμπερτ. Το "γελεκάκι", το "καλογεράκι", το "μια γυναίκα πέρασε" και όλαι αι άλλαι "επιτυχίαι" του είχαν παραχωρήση την θέσιν των. Κατόπιν ο λατερνατζής ήρθε προτείνων το πιατάκι και σε μένα. Έβγαλα υπερηφάνως και τουδωσα ένα φράγκο, αφού κατήντησε ο Σούμπερτ εις τον τόπον μας να έχη ανάγκην και του ιδικού μου φράγκου, και έπειτα τον είδα να προσορμίζεται στη γειτονική ταβέρνα για να γευματίση. Το μενού του Σούμπερτ ήταν λίγες μαριδούλες, λίγη φέτα και ένα εκατοσταράκι. Τόσα είχε βγάλη. Δυστυχής άνθρωπος! Πριν κερδίση την αθανασίαν δεν είχε ψωμί να φάη και έβαζε τα ρούχα του ενέχυρον. Μετά που εκέρδισε, μαζεύει δεκάρες στα στενά της Πλάκας. Τι ρεζιλίκι που είνε η δόξη στην Ελλάδα!»

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[Γερμανικοί στίχοι: Rellstab Ludwig]
Ελληνικοί στίχοι: Άγνωστος
Τραγουδιστές:
Παπαγκίκα Μαρίκα
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
[Βιολί (Μακεδόνας Αθανάσιος), τσέλο (Σιφνιός Μάρκος), τσίμπαλο (Παπαγκίκας Κώστας)]
Χρονολογία ηχογράφησης:
07/1919
Τόπος ηχογράφησης:
Νέα Υόρκη
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Columbia USA
Αριθμός καταλόγου:
E 5187
Αριθμός μήτρας:
59576
Διάρκεια:
04:33
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 12'' (30 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Col_E5187_SerenataSchubert
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Σερενάτα Σούμπερτ", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=9395

Σχετικά τεκμήρια

Δείτε επίσης