Σ' εκείνη

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Οι ιστορικές πηγές υπογραμμίζουν τις στενές σχέσεις μεταξύ της ιταλόφωνης και της ελληνόφωνης μουσικής. Οι συνομιλίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ συγκεκριμένων τόπων, όπως τα νησιά του Ιονίου, τα Δωδεκάνησα και η Πάτρα, με ιταλικές πόλεις, και τα αποτελέσματά τους είναι αρκετά ώστε να αναδείξουν τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των δύο εθνοπολιτισμικών ομάδων. Επιπλέον, σχέσεις σφυρηλατήθηκαν σε τόπους όπου οι δυο εθνότητες έζησαν μαζί. Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της κοσμοπολίτικης Σμύρνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ή σε αυτήν της Νέας Υόρκης, όπου Ιταλοί και Έλληνες μετέβησαν ως μετανάστες. Ερευνώντας το ιστορικό υλικό, φαίνεται ότι ειδικά μία πόλη της ιταλικής χερσονήσου ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου πρωταγωνίστησαν ελληνόφωνοι μουσικοί. Πρόκειται για τη Νάπολη και το περίφημο Canzone Napoletana. Το “Σ' εκείνη”, ή “Αχ μέσα στην καρδιά”, ανήκει σε ένα corpus τραγουδιών, από το οποίο οι Έλληνες πρωταγωνιστές δανείστηκαν μουσική ή/και στίχο από προϋπάρχοντα ναπολιτάνικα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι οικειοποιήσεις δεν αφορούν μόνο το ναπολιτάνικο τραγούδι αλλά συνολικά το ιταλόφωνο, καθώς συχνά τα πρωτότυπα ναπολιτάνικα μεταφράστηκαν στην ιταλική, από την οποία προέκυψε το δάνειο. Τα τραγούδια αυτά εξέβαλαν στον ελληνόφωνο κόσμο είτε διά της ευθείας οδού, είτε δια της τεθλασμένης, μέσω άλλων ρεπερτοριακών δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Η οικειοποίηση από την πλευρά των Ελλήνων μουσικών είναι διττή: αφορά αφενός τον στίχο ο οποίος πλέον είναι ελληνικός (συχνά, μάλιστα, δεν έχει καμία σχέση με τον πρωτότυπο), αλλά, αφετέρου, αφορά και τις πρακτικές εκτέλεσης: διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετικό τραγουδιστικό ύφος, συχνά διαφοροποιήσεις στις μελωδικές και ρυθμικές φόρμες, αλλά και στις αρμονίες. Οι Έλληνες μουσικοί προσαρμόζουν αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Άλλωστε, η συνθήκη των μαντολίνων, των κιθάρων, των μαρς, της φωνητικής πολυφωνίας και του bel canto φωνητικού ιδιώματος αποτελούν χαρακτηριστικά που φανερώνουν τις επιρροές του Canzone Napoletana στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά σχηματίζεται είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-ιταλικές σχέσεις.

Αναφορικά με την πατρότητα του εν λόγω τραγουδιού σημειώνουμε τα εξής:

Το 1901 εκδόθηκε στη Νάπολη από τον οίκο Bideri παρτιτούρα του τραγουδιού με τον τίτλο "Oje ma', dammillo" σε μουσική του Enrico Cannio και στίχους του Luigi Fragna.

Το τραγούδι ηχογραφήθηκε πιθανότατα για πρώτη φορά στο Μιλάνο τον Δεκέμβριο του 1902 από την Olimpia D’Avigny (Gramophone 2902b – 53289). Τον Απρίλιο του 1904 το ηχογράφησε στη Ρώμη ο Aristide Rota (Gramophone 2211h – 52055 & Zonophone X-92139).

Ωστόσο, από τον οίκο A. Comendinger στην Κωνσταντινούπολη εκδόθηκε αχρονολόγητη ελληνική παρτιτούρα του παρόντος τραγουδιού με τίτλο "Σ’ εκείνη", σύμφωνα με την οποία πρόκειται για σύνθεση του Giovanni Ingenito σε στίχους του Δ. Βιτάλη. Σημειώνουμε ότι με βάση τον κατάλογο με τις παρτιτούρες που περιλαμβάνονται στην πρώτη σελίδα της εν λόγω έκδοσης, και συγκεκριμένα από την υπ. αρ. 66 με τίτλο “Να η μικρούλα (Viens poupoule)”, συνάγεται ότι η παρτιτούρα, η οποία προέρχεται από το αρχείο του Θωμά Ταμβάκου, εκδόθηκε μετά ή έστω το 1902, αφού τότε κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το γαλλικό τραγούδι (βλ. εδώ).

Σύμφωνα με την ιστοσελίδα http://palia.kithara.gr του Πάνου Μαυραγάνη, παρτιτούρα με τους ίδιους δημιουργούς εκδόθηκε από τον οίκο Φέξη ως μεταγραφή του Νικολάου Κόκκινου με τίτλο "Αχ! μέσα στην καρδιά", ο οποίος αποτελεί incipit της παρούσας ηχογράφησης. Η πρακτική της τιτλοφόρησης του τραγουδιού (και της αντίστοιχης παρτιτούρας) από τις πρώτες λέξεις των στίχων ήταν συνήθης την εποχή, στοιχείο που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για την παρτιτούρα του ίδιου τραγουδιού.

Κυκλοφόρησε επίσης σε παρτιτούρα από τον οίκο Χρηστίδη στην Κωνσταντινούπολη, στη σειρά "Chant grecs avec accompagnement de Piano", με αριθμό 109, στο όνομα του ίδιου συνθέτη.

Τις ηχογραφήσεις του τραγουδιού αναλαμβάνουν οι «συνήθεις ύποπτοι», οι ελληνικές εστουδιαντίνες. Τα σχήματα αυτά αναλαμβάνουν τον ρόλο ενός ιδιότυπου «ραδιοφώνου» τις εποχής, εισάγοντας στην δισκογραφία τα hitτα οποία προέρχονται από πολυποίκιλα ρεπερτόρια, ελληνικά και ξένα, και γνωρίζουν δημοφιλία στους, κοσμοπολίτικους ούτως ή άλλως, κύκλους των μεγάλων αστικών κέντρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα οποία οι Έλληνες μουσικοί παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Σύμφωνα με την βάση δεδομένων που προέκυψε από την έρευνα του Alan Kelly, το τραγούδι φαίνεται πως ηχογραφήθηκε και νωρίτερα από την παρούσα ηχογράφηση:

- “Ah mesa stin caardia sechini” [sic], Ελληνική Εστουδιαντίνα, HMV 124s – Z 0104501, Κωνσταντινούπολη, 1905
- “Ah messa stin kardia” [sic], Ελληνική Εστουδιαντίνα, HMV 1472r – X 104553 & 4-14586, Κωνσταντινούπολη, 1906
- "Σ' εκείνην", Εστουδιαντίνα Χριστοδουλίδη, Odeon CX 707 – No 31315, Κωνσταντινούπολη, 1906
- "Σ' εκείνη", Αθηναϊκή Τριφωνία, Columbia 105091 – 7010 F, Νέα Υόρκη (;), 1924 (παρούσα ηχογράφηση)

Ο φερόμενος, σύμφωνα με την παρτιτούρα, συνθέτης του τραγουδιού Giovanni Ingenito γεννήθηκε στην Palma Campania, μια μικρή κοινότητα έξω από τη Νάπολη, και μετανάστευσε στην Αμερική λίγο πριν το 1920. Στην έκδοση Μουσουργοί της Θράκης (Κωνστάντζος, Ταμβάκος, Τρικούπης, 2014) παρουσιάζονται πληροφορίες για τον συνθέτη Giovanni Ingenito. Αναφέρεται ότι κατά τη διάρκεια «της ολιγόχρονης διαμονής του στην Κωνσταντινούπολη (αρχές του 20ού αιώνα) [...] συνέθεσε μερικά έργα που εκδόθηκαν από τους μουσικούς οίκους Χρηστίδη και Lehner της Κωνσταντινούπολης. Αυτά είναι τα: «Χωρίς καρδιά», "Sérenade d' amore" σε ποίηση Δ. Βιτάλη και «Σ' εκείνη» για φωνή και πιάνο, και επίσης το "Valse Constantinople" για πιάνο ή μαντολίνο ή βιολί».

Επιπλέον, ο Αθανάσιος Τρικούπης (2015: 31) αναφέρει ότι ο Ingenito ανέλαβε μαέστρος της ορχήστρας του «Νέου Φιλαρμονικού Συλλόγου Ζακύνθου», το 1899.

Η περίπτωση του Ingenito αποτελεί εξαιρετικού ενδιαφέροντος κεφάλαιο στις σχέσεις Νάπολης–ελληνόφωνου κόσμου, καθώς, από τα μέσα του ελληνικού δικτύου, τον βλέπουμε να αναλαμβάνει πόστα και να συνθέτει τραγούδια σε ελληνικό στίχο, βασιζόμενος στην αισθητική του Canzone Napoletana.

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[Ναπολιτάνικοι στίχοι: Fragna Luigi
Ελληνικοί στίχοι: Βιτάλης Δ.]
Τραγουδιστές:
Αθηναϊκή Τριφωνία
Χρονολογία ηχογράφησης:
1924 (;)
Τόπος ηχογράφησης:
Νέα Υόρκη (;)
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Columbia USA
Αριθμός καταλόγου:
7010-F
Αριθμός μήτρας:
105091
Διάρκεια:
3:24
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10'' (25 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Col_7010F_SEkeini
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Σ' εκείνη", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=5498

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Οι ιστορικές πηγές υπογραμμίζουν τις στενές σχέσεις μεταξύ της ιταλόφωνης και της ελληνόφωνης μουσικής. Οι συνομιλίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ συγκεκριμένων τόπων, όπως τα νησιά του Ιονίου, τα Δωδεκάνησα και η Πάτρα, με ιταλικές πόλεις, και τα αποτελέσματά τους είναι αρκετά ώστε να αναδείξουν τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των δύο εθνοπολιτισμικών ομάδων. Επιπλέον, σχέσεις σφυρηλατήθηκαν σε τόπους όπου οι δυο εθνότητες έζησαν μαζί. Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της κοσμοπολίτικης Σμύρνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ή σε αυτήν της Νέας Υόρκης, όπου Ιταλοί και Έλληνες μετέβησαν ως μετανάστες. Ερευνώντας το ιστορικό υλικό, φαίνεται ότι ειδικά μία πόλη της ιταλικής χερσονήσου ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου πρωταγωνίστησαν ελληνόφωνοι μουσικοί. Πρόκειται για τη Νάπολη και το περίφημο Canzone Napoletana. Το “Σ' εκείνη”, ή “Αχ μέσα στην καρδιά”, ανήκει σε ένα corpus τραγουδιών, από το οποίο οι Έλληνες πρωταγωνιστές δανείστηκαν μουσική ή/και στίχο από προϋπάρχοντα ναπολιτάνικα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι οικειοποιήσεις δεν αφορούν μόνο το ναπολιτάνικο τραγούδι αλλά συνολικά το ιταλόφωνο, καθώς συχνά τα πρωτότυπα ναπολιτάνικα μεταφράστηκαν στην ιταλική, από την οποία προέκυψε το δάνειο. Τα τραγούδια αυτά εξέβαλαν στον ελληνόφωνο κόσμο είτε διά της ευθείας οδού, είτε δια της τεθλασμένης, μέσω άλλων ρεπερτοριακών δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Η οικειοποίηση από την πλευρά των Ελλήνων μουσικών είναι διττή: αφορά αφενός τον στίχο ο οποίος πλέον είναι ελληνικός (συχνά, μάλιστα, δεν έχει καμία σχέση με τον πρωτότυπο), αλλά, αφετέρου, αφορά και τις πρακτικές εκτέλεσης: διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετικό τραγουδιστικό ύφος, συχνά διαφοροποιήσεις στις μελωδικές και ρυθμικές φόρμες, αλλά και στις αρμονίες. Οι Έλληνες μουσικοί προσαρμόζουν αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Άλλωστε, η συνθήκη των μαντολίνων, των κιθάρων, των μαρς, της φωνητικής πολυφωνίας και του bel canto φωνητικού ιδιώματος αποτελούν χαρακτηριστικά που φανερώνουν τις επιρροές του Canzone Napoletana στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά σχηματίζεται είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-ιταλικές σχέσεις.

Αναφορικά με την πατρότητα του εν λόγω τραγουδιού σημειώνουμε τα εξής:

Το 1901 εκδόθηκε στη Νάπολη από τον οίκο Bideri παρτιτούρα του τραγουδιού με τον τίτλο "Oje ma', dammillo" σε μουσική του Enrico Cannio και στίχους του Luigi Fragna.

Το τραγούδι ηχογραφήθηκε πιθανότατα για πρώτη φορά στο Μιλάνο τον Δεκέμβριο του 1902 από την Olimpia D’Avigny (Gramophone 2902b – 53289). Τον Απρίλιο του 1904 το ηχογράφησε στη Ρώμη ο Aristide Rota (Gramophone 2211h – 52055 & Zonophone X-92139).

Ωστόσο, από τον οίκο A. Comendinger στην Κωνσταντινούπολη εκδόθηκε αχρονολόγητη ελληνική παρτιτούρα του παρόντος τραγουδιού με τίτλο "Σ’ εκείνη", σύμφωνα με την οποία πρόκειται για σύνθεση του Giovanni Ingenito σε στίχους του Δ. Βιτάλη. Σημειώνουμε ότι με βάση τον κατάλογο με τις παρτιτούρες που περιλαμβάνονται στην πρώτη σελίδα της εν λόγω έκδοσης, και συγκεκριμένα από την υπ. αρ. 66 με τίτλο “Να η μικρούλα (Viens poupoule)”, συνάγεται ότι η παρτιτούρα, η οποία προέρχεται από το αρχείο του Θωμά Ταμβάκου, εκδόθηκε μετά ή έστω το 1902, αφού τότε κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το γαλλικό τραγούδι (βλ. εδώ).

Σύμφωνα με την ιστοσελίδα http://palia.kithara.gr του Πάνου Μαυραγάνη, παρτιτούρα με τους ίδιους δημιουργούς εκδόθηκε από τον οίκο Φέξη ως μεταγραφή του Νικολάου Κόκκινου με τίτλο "Αχ! μέσα στην καρδιά", ο οποίος αποτελεί incipit της παρούσας ηχογράφησης. Η πρακτική της τιτλοφόρησης του τραγουδιού (και της αντίστοιχης παρτιτούρας) από τις πρώτες λέξεις των στίχων ήταν συνήθης την εποχή, στοιχείο που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για την παρτιτούρα του ίδιου τραγουδιού.

Κυκλοφόρησε επίσης σε παρτιτούρα από τον οίκο Χρηστίδη στην Κωνσταντινούπολη, στη σειρά "Chant grecs avec accompagnement de Piano", με αριθμό 109, στο όνομα του ίδιου συνθέτη.

Τις ηχογραφήσεις του τραγουδιού αναλαμβάνουν οι «συνήθεις ύποπτοι», οι ελληνικές εστουδιαντίνες. Τα σχήματα αυτά αναλαμβάνουν τον ρόλο ενός ιδιότυπου «ραδιοφώνου» τις εποχής, εισάγοντας στην δισκογραφία τα hitτα οποία προέρχονται από πολυποίκιλα ρεπερτόρια, ελληνικά και ξένα, και γνωρίζουν δημοφιλία στους, κοσμοπολίτικους ούτως ή άλλως, κύκλους των μεγάλων αστικών κέντρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα οποία οι Έλληνες μουσικοί παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Σύμφωνα με την βάση δεδομένων που προέκυψε από την έρευνα του Alan Kelly, το τραγούδι φαίνεται πως ηχογραφήθηκε και νωρίτερα από την παρούσα ηχογράφηση:

- “Ah mesa stin caardia sechini” [sic], Ελληνική Εστουδιαντίνα, HMV 124s – Z 0104501, Κωνσταντινούπολη, 1905
- “Ah messa stin kardia” [sic], Ελληνική Εστουδιαντίνα, HMV 1472r – X 104553 & 4-14586, Κωνσταντινούπολη, 1906
- "Σ' εκείνην", Εστουδιαντίνα Χριστοδουλίδη, Odeon CX 707 – No 31315, Κωνσταντινούπολη, 1906
- "Σ' εκείνη", Αθηναϊκή Τριφωνία, Columbia 105091 – 7010 F, Νέα Υόρκη (;), 1924 (παρούσα ηχογράφηση)

Ο φερόμενος, σύμφωνα με την παρτιτούρα, συνθέτης του τραγουδιού Giovanni Ingenito γεννήθηκε στην Palma Campania, μια μικρή κοινότητα έξω από τη Νάπολη, και μετανάστευσε στην Αμερική λίγο πριν το 1920. Στην έκδοση Μουσουργοί της Θράκης (Κωνστάντζος, Ταμβάκος, Τρικούπης, 2014) παρουσιάζονται πληροφορίες για τον συνθέτη Giovanni Ingenito. Αναφέρεται ότι κατά τη διάρκεια «της ολιγόχρονης διαμονής του στην Κωνσταντινούπολη (αρχές του 20ού αιώνα) [...] συνέθεσε μερικά έργα που εκδόθηκαν από τους μουσικούς οίκους Χρηστίδη και Lehner της Κωνσταντινούπολης. Αυτά είναι τα: «Χωρίς καρδιά», "Sérenade d' amore" σε ποίηση Δ. Βιτάλη και «Σ' εκείνη» για φωνή και πιάνο, και επίσης το "Valse Constantinople" για πιάνο ή μαντολίνο ή βιολί».

Επιπλέον, ο Αθανάσιος Τρικούπης (2015: 31) αναφέρει ότι ο Ingenito ανέλαβε μαέστρος της ορχήστρας του «Νέου Φιλαρμονικού Συλλόγου Ζακύνθου», το 1899.

Η περίπτωση του Ingenito αποτελεί εξαιρετικού ενδιαφέροντος κεφάλαιο στις σχέσεις Νάπολης–ελληνόφωνου κόσμου, καθώς, από τα μέσα του ελληνικού δικτύου, τον βλέπουμε να αναλαμβάνει πόστα και να συνθέτει τραγούδια σε ελληνικό στίχο, βασιζόμενος στην αισθητική του Canzone Napoletana.

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[Ναπολιτάνικοι στίχοι: Fragna Luigi
Ελληνικοί στίχοι: Βιτάλης Δ.]
Τραγουδιστές:
Αθηναϊκή Τριφωνία
Χρονολογία ηχογράφησης:
1924 (;)
Τόπος ηχογράφησης:
Νέα Υόρκη (;)
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Columbia USA
Αριθμός καταλόγου:
7010-F
Αριθμός μήτρας:
105091
Διάρκεια:
3:24
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10'' (25 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Col_7010F_SEkeini
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Σ' εκείνη", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=5498

Σχετικά τεκμήρια

Δείτε επίσης