Εύμορφή μου Σμυρνιοπούλα

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Οι ιστορικές πηγές υπογραμμίζουν τις στενές σχέσεις μεταξύ της ιταλόφωνης και της ελληνόφωνης μουσικής. Οι συνομιλίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ συγκεκριμένων τόπων, όπως τα νησιά του Ιονίου, τα Δωδεκάνησα και η Πάτρα, με ιταλικές πόλεις, και τα αποτελέσματά τους είναι αρκετά ώστε να αναδείξουν τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των δύο εθνοπολιτισμικών ομάδων. Επιπλέον, σχέσεις σφυρηλατήθηκαν σε τόπους όπου οι δυο εθνότητες έζησαν μαζί. Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της κοσμοπολίτικης Σμύρνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ή σε αυτήν της Νέας Υόρκης, όπου Ιταλοί και Έλληνες μετέβησαν ως μετανάστες. Ερευνώντας το ιστορικό υλικό, φαίνεται ότι ειδικά μία πόλη της ιταλικής χερσονήσου ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου πρωταγωνίστησαν ελληνόφωνοι μουσικοί. Πρόκειται για τη Νάπολη και το περίφημο Canzone Napoletana. Η  "Εύμορφή μου Σμυρνιοπούλα", ή "Σμυρνιοπούλα", ανήκει σε ένα corpus τραγουδιών, από το οποίο οι Έλληνες πρωταγωνιστές δανείστηκαν μουσική ή/και στίχο από προϋπάρχοντα ναπολιτάνικα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι οικειοποιήσεις δεν αφορούν μόνο το ναπολιτάνικο τραγούδι αλλά συνολικά το ιταλόφωνο, καθώς συχνά τα πρωτότυπα ναπολιτάνικα μεταφράστηκαν στην ιταλική, από την οποία προέκυψε το δάνειο. Τα τραγούδια αυτά εξέβαλαν στον ελληνόφωνο κόσμο είτε διά της ευθείας οδού, είτε δια της τεθλασμένης, μέσω άλλων ρεπερτοριακών δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Η οικειοποίηση από την πλευρά των Ελλήνων μουσικών είναι διττή: αφορά αφενός τον στίχο ο οποίος πλέον είναι ελληνικός (συχνά, μάλιστα, δεν έχει καμία σχέση με τον πρωτότυπο), αλλά, αφετέρου, αφορά και τις πρακτικές εκτέλεσης: διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετικό τραγουδιστικό ύφος, συχνά διαφοροποιήσεις στις μελωδικές και ρυθμικές φόρμες, αλλά και στις αρμονίες. Οι Έλληνες μουσικοί προσαρμόζουν αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Άλλωστε, η συνθήκη των μαντολίνων, των κιθάρων, των μαρς, της φωνητικής πολυφωνίας και του bel canto φωνητικού ιδιώματος αποτελούν χαρακτηριστικά που φανερώνουν τις επιρροές του Canzone Napoletana στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά σχηματίζεται είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-ιταλικές σχέσεις.

Με βάση τις διαθέσιμες πηγές, η «Σμυρνιοπούλα» ηχογραφείται για πρώτη φορά το 1908 στην Κωνσταντινούπολη, από την Σμυρναϊκή εστουδιαντίνα και για λογαριασμό της Odeon (CX 1881 – No 58579). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε πως πολλές φορές επικρατεί σύγχυση στους μελετητές σχετικά με τις ονομασίες των εστουδιαντινών, των οποίων ο αριθμός αυξήθηκε ραγδαία πολύ σύντομα. Συχνά, το ίδιο σχήμα φαίνεται πως χρησιμοποιεί περισσότερες από μία ονομασίες (όπως και η εστουδιαντίνα του Βασίλη Σιδερή). Η πιο προβληματική ταύτιση γίνεται συχνά μεταξύ της Εστουδιαντίνα Σιδερή ή Βασιλάκη με την Σμυρναϊκή Εστουδιαντίνα.

Το γεγονός ότι ο Σιδερής και η εστουδιαντίνα του δρουν στη Σμύρνη ωθεί ίσως τους μελετητές να την ονομάζουν «σμυρναϊκή», την ώρα που στην δισκογραφία συναντάμε άλλη εστουδιαντίνα με επίσημο όνομα, τυπωμένο στις ετικέτες, το «Σμυρναϊκή Εστουδιαντίνα». Μία εξαίρεση, με βάση τα μέχρι τώρα στοιχεία, αποτελούν δύο ηχογραφήσεις τον Δεκέμβρη του 1911, τις οποίες πραγματοποιεί η Εστουδιαντίνα Βασιλάκη για την Gramophone στην Σμύρνη. Στις δύο αυτές ηχογραφήσεις της Εστουδιαντίνα Βασιλάκη αναγράφεται στις ετικέτες «Σμυρναϊκή Εστουδιαντίνα (Βασιλάκη)» (βλέπε Καλυβιώτης, 2002, Ordoulidis 2021b, “Καρολίνα” και “Χιπ Άϊδι”, 2353y – 3-14711). Τα παραπάνω αφορούν τους δίσκους και τις ετικέτες τους. Πρωτογενείς πηγές, όμως, αποτελούν και τα έγγραφα των ίδιων των εταιρειών. Για παράδειγμα, τα έγγραφα των ηχογραφήσεων της Gramophone αποδελτίωσε ο Alan Kelly, και τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής περιλαμβάνονται στη βάση δεδομένων του στο διαδίκτυο. Σε αντίθεση με τους δίσκους, τα στοιχεία που μελετούμε στην εργασία του Kelly προσθέτουν νέες πληροφορίες: συγκεκριμένα, εντοπίζονται 17 εγγραφές, όπου στο πεδίο “Session Performer(s)” διαβάζουμε “SMYRNEIKI ESTUDIANTINA (VASILAKI)”. Παρόλα αυτά, μέσα σε αυτές τις 17 εγγραφές περιλαμβάνονται και ορισμένες για τις οποίες διαθέτουμε τον δίσκο, στου οποίου την ετικέτα ο όρος «Σμυρναϊκή» είναι απών. Ενδεχομένως, οι εταιρείες να επέλεγαν την αναγραφή του όρου «Σμυρναϊκή» στις ετικέτες μόνο για ένα από τα δύο συγκροτήματα, με σκοπό να αποσοβήσουν τη σύγχυση στους αγοραστές.

Ο ήχος των δύο συγκροτημάτων (Σμυρναϊκή Εστουδιαντίνα και Εστουδιαντίνα Βασιλάκη) παρουσιάζει αισθητικές διαφοροποιήσεις που καθιστούν την ταύτιση τους προβληματική. Ο μεν ήχος της Σμυρναϊκής Εστουδιαντίνας είναι αυτό που ο Κοκκώνης περιγράφει ως «αλα γκρέκα» αισθητικό κόσμο, που κινείται ενδιάμεσα των δύο μεγάλων, αρκετά ρευστών φυσικά, πόλων του «αλα τούρκα» και του «αλα φράγκα» (Κοκκώνης, 2017: 97). Ο δε ήχος της Εστουδιαντίνας Σιδερή δείχνει πως ακολουθεί πιστά την αλα φράγκα οδό. Οι αποκλίσεις αφορούν την τοποθέτηση των φωνών των τραγουδιστών, το οργανολόγιο, το ρεπερτόριο που ηχογραφείται και τις πρακτικές εκτέλεσης. Συχνά, μάλιστα, η κάθε εστουδιαντίνα ταυτίζεται και με τον/τους δικό/ούς της τραγουδιστή/ές (για παράδειγμα, ο Γ. Τσανάκας με την Σμυρναϊκή ενώ ο Γιώργος Σαβαρής με την Εστουδιαντίνα Βασιλάκη).

Μία ακόμη ηχογράφηση της «Σμυρνιοπούλας» πραγματοποιείται στην Σμύρνη, τον Μάρτιο του 1909, με την Ελληνική εστουδιαντίνα και για λογαριασμό της Gramophone Concert Record (12804b – 6-12688). Στις βάσεις δεδομένων των AHRC Research Centre for the History and Analysis of Recorded Music και Alan Kelly εμφανίζονται δύο ακόμη εγγραφές, των οποίων τις ηχογραφήσεις δεν έχουμε καταφέρει ακόμη να εντοπίσουμε:

- Ελληνική εστουδιαντίνα, 12301b, Κωνσταντινούπολη, 28 Φεβρουαρίου 1909
- Mlle Simonides, 12410b – 4-13521, Κωνσταντινούπολη, 8 Μαρτίου 1909

Η πρώτη, δεδομένης της ανυπαρξίας κωδικού δίσκου, εικάζουμε πως δεν κυκλοφόρησε στην αγορά.

Δύο ηχογραφήσεις του τραγουδιού πραγματοποιήθηκαν στη Νέα Υόρκη για λογαριασμό της Columbia: η πρώτη στις 26 Απριλίου 1911 (19315-1 - E834) με τίτλο "Η Σμυρνιοπούλα" και ερμηνευτή τον Π. Αρμάνδο, και η δεύτερη με τον Γιώργο Χέλμη περίπου τον Νοέμβριο του 1917 (58999 – E-3804). Ο τίτλος σε αυτήν την εκδοχή είναι «Εύμορφή μου Σμυρνιοπούλα».

Σύμφωνα με τον Franco Fabbri (2016: 33 και 2019: 79), το τραγούδι (με τον τίτλο "Nanninella") αποδίδεται στους Vincenzo Di Chiara (μουσική) και Antonio Barbieri (στίχοι) και γνώρισε μεγάλη επιτυχία στις παραστάσεις της Elvira Donnarumma στο θέατρο Eldorado της Νάπολης το 1906, ενώ, σύμφωνα με την ίδια πηγή, το 1909 δισκογραφήθηκε από το φωνητικό σύνολο Figli di Ciro (Gramophone V 92475, αρ. μήτρας 13347½b, Νάπολη 22.5.1909). Ηχογραφήθηκε, επίσης, την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα στη Νάπολη από τη Lufrano (Pathé 84384).

Η παρτιτούρα περιλαμβάνεται στην έκδοση "La tavola rotonda, Piedigrotta 1906", σελ. 13–14 (Κυριακάτικη λογοτεχνική, εικονογραφημένη, μουσική εφημερίδα), που εκδόθηκε από τον οίκο F. Bideri στη Νάπολη στις 6 Σεπτεμβρίου, 1906. Το “Piedigrotta”, το οποίο διαβάζουμε στον τίτλο της εφημερίδας, αφορά σε μία από τις πιο διάσημες και παλαιότερες θρησκευτικές γιορτές που πραγματοποιούνταν στη Νάπολη. Κατά την διάρκεια της γιορτής ένας μουσικός διαγωνισμός λάμβανε χώρα, ο οποίος κατά τον 19ο αιώνα μετατράπηκε σε δυναμικό φεστιβάλ. Το εν λόγω φεστιβάλ πήρε τη μορφή εμπορικού μηχανισμού, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση και προώθηση του ναπολιτάνικου τραγουδιού.

Στην ελληνική παρτιτούρα που κυκλοφόρησε από τις Edition S. Christidis στην Κωνσταντινούπολη το τραγούδι αναφέρεται ως διασκευή του Π. Τσαμπουνάρη (ή Τσαμπουνάρα) σε στίχους Γ. Λαμπρυνίδου. Επίσης, σύμφωνα με την παρτιτούρα που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Γεωργίου Δ. Φέξη με τίτλο "Άσμα δικαιοσύνης", το τραγούδι "Nanninella" σε διασκευή Θεόφραστου Σακελλαρίδη και με άλλους στίχους των Μπάμπη Άννινου και Γιώργου Τσοκόπουλου συμπεριελήφθη στην πρώτη επιθεώρηση των "Παναθηναίων" σε κείμενο Μπάμπη Άννινου-Γιώργου Τσοκόπουλου και μουσική Θεόφραστου Σακελλαρίδη. Πρωτοπαρουσιάστηκε στις 6 Ιουλίου 1907 στο θέατρο "Νέα Σκηνή" από τον θίασο Κώστα Σαγιώρ και είχε ως κύριο θέμα τη μετανάστευση στις ΗΠΑ.

Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι στην βάση δεδομένων, που προέκυψε από την έρευνα του Alan Kelly, περιλαμβάνονται δύο ηχογραφήσεις με τα εξής στοιχεία:

- Dikeossini, YANGOS PSAMMATIANOS, 10723b – X-2-102659, Athens Greece, 1907-10
- I Dikeossini (Panathinea), ESTUDIANTINA GRECQUE, 13403b – 3-14580, (Izmir) Turkey, 1909-05

Επίσης, ο Αριστομένης Καλυβιώτης στο βιβλίο του Σπάνιες ηχογραφήσεις μικρών εταιρειών 1905-1930 (2020: 94) περιλαμβάνει ηχογράφηση του τραγουδιού, με τίτλο "Η δικαιοσύνη εκ των Παναθηναίων", που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το 1908 από τον Αλεξ. Κανδρεβιώτη (Απόλλων 135). Καταγράφεται μία ακόμα ηχογράφηση, με τον τίτλο "TA PANATHINAIA: I dikeosini" που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα πιθανώς το 1908 από τον Μ. Κοφινιώτη (Odeon Gx 146 - X 58525).

Τα τεκμήρια αυτά φανερώνουν τα γρήγορα αντανακλαστικά του δισκογραφικού δικτύου, σε περιπτώσεις δημοφιλών τραγουδιών τα οποία περνούν στο ελληνικό ρεπερτόριο, τυπώνονται σε παρτιτούρες, συμπεριλαμβάνονται σε παραστάσεις και, εν τέλει, εισάγονται και στην δισκογραφία. Αν μη τι άλλο, οι λαϊκοί μουσικοί λειτουργούν ως ραδιόφωνα της εποχής, δισκογραφώντας μεγάλα hit.

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[Barbieri Antonio
Ελληνικοί στίχοι: Λαμπρυνίδης Γ.]
Τραγουδιστές:
Χέλμης Γιώργος Ν.
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Ορχήστρα
Χρονολογία ηχογράφησης:
03/1918 (;)
Τόπος ηχογράφησης:
Νέα Υόρκη
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Columbia USA
Αριθμός καταλόγου:
E-3804
Αριθμός μήτρας:
58999
Διάρκεια:
3:32
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10'' (25 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Col_E3804_EvmorfiMouSmyrniopoula
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Εύμορφή μου Σμυρνιοπούλα", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=4596

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ευρώπη βρίσκεται σε ειρήνη και ευημερία. Η «Ωραία Εποχή» είναι απόρροια προηγούμενων σημαντικών ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Τα δίκτυα που δημιουργούνται και εξελίσσονται διακινούν ανθρώπους και τα προϊόντα τους, υλικά και άυλα. Μέσα σε αυτόν τον πολυεπίπεδο κόσμο εφευρίσκεται η ηχογράφηση και η αναπαραγωγή του ήχου. Οι πρώτες δισκογραφικές εταιρείες στέλνουν κινητά συνεργεία κυριολεκτικά σε όλη την οικουμένη, για να ηχογραφήσουν τοπικούς μουσικούς. Το εύρος του ρεπερτορίου είναι ατελείωτο. Η κοσμοπολίτικη συνθήκη μεγάλων αστικών κέντρων ευνοεί τους πολυστυλισμούς και τις πολυμορφικότητες. Αποικιοκρατία, επαναστάσεις, συρράξεις, προσφυγικά ρεύματα∙ το θέατρο, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η φωτογράφιση, οι περιοδείες από ορχήστρες, αλλά και οι κυκλοφορίες στους πάσης φύσεως εμπορικούς διαύλους, μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται δυναμικά και ανισότροπα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλέγμα από «κέντρα» και «περιφέρειες» σε εναλλασσόμενους ρόλους, που θέτουν τα μουσικά ιδιώματα σε κίνηση, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δίκτυο μέσα στο οποίο συμμετέχει το ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι, συνομιλώντας διαρκώς με τους συνένοικούς του, είναι μεγαλειώδες. Η δισκογραφία έχει ήδη προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατανόηση των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των «εθνικών» ρεπερτορίων. Αποτέλεσμα της εν εξελίξει έρευνας είναι ο «Κοσμοπολιτισμός στην Ελληνική Ιστορική Δισκογραφία».

Οι ιστορικές πηγές υπογραμμίζουν τις στενές σχέσεις μεταξύ της ιταλόφωνης και της ελληνόφωνης μουσικής. Οι συνομιλίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ συγκεκριμένων τόπων, όπως τα νησιά του Ιονίου, τα Δωδεκάνησα και η Πάτρα, με ιταλικές πόλεις, και τα αποτελέσματά τους είναι αρκετά ώστε να αναδείξουν τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των δύο εθνοπολιτισμικών ομάδων. Επιπλέον, σχέσεις σφυρηλατήθηκαν σε τόπους όπου οι δυο εθνότητες έζησαν μαζί. Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της κοσμοπολίτικης Σμύρνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ή σε αυτήν της Νέας Υόρκης, όπου Ιταλοί και Έλληνες μετέβησαν ως μετανάστες. Ερευνώντας το ιστορικό υλικό, φαίνεται ότι ειδικά μία πόλη της ιταλικής χερσονήσου ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου πρωταγωνίστησαν ελληνόφωνοι μουσικοί. Πρόκειται για τη Νάπολη και το περίφημο Canzone Napoletana. Η  "Εύμορφή μου Σμυρνιοπούλα", ή "Σμυρνιοπούλα", ανήκει σε ένα corpus τραγουδιών, από το οποίο οι Έλληνες πρωταγωνιστές δανείστηκαν μουσική ή/και στίχο από προϋπάρχοντα ναπολιτάνικα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι οικειοποιήσεις δεν αφορούν μόνο το ναπολιτάνικο τραγούδι αλλά συνολικά το ιταλόφωνο, καθώς συχνά τα πρωτότυπα ναπολιτάνικα μεταφράστηκαν στην ιταλική, από την οποία προέκυψε το δάνειο. Τα τραγούδια αυτά εξέβαλαν στον ελληνόφωνο κόσμο είτε διά της ευθείας οδού, είτε δια της τεθλασμένης, μέσω άλλων ρεπερτοριακών δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, η διακίνηση μουσικών αποτελεί ήδη πραγματικότητα πριν τον 20ό αιώνα, με τις περιοδείες των θεατρικών και μουσικών παραστάσεων αλλά και με τα δίκτυα των μουσικών εκδοτικών οίκων. Η δισκογραφία όχι μόνο ενσωματώνεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά διαδραματίζει καίριο ρόλο στον μετασχηματισμό του. Η οικειοποίηση από την πλευρά των Ελλήνων μουσικών είναι διττή: αφορά αφενός τον στίχο ο οποίος πλέον είναι ελληνικός (συχνά, μάλιστα, δεν έχει καμία σχέση με τον πρωτότυπο), αλλά, αφετέρου, αφορά και τις πρακτικές εκτέλεσης: διαφορετικό οργανολόγιο, διαφορετικό τραγουδιστικό ύφος, συχνά διαφοροποιήσεις στις μελωδικές και ρυθμικές φόρμες, αλλά και στις αρμονίες. Οι Έλληνες μουσικοί προσαρμόζουν αυτό που ακούν στη δική τους συνθήκη, με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Άλλωστε, η συνθήκη των μαντολίνων, των κιθάρων, των μαρς, της φωνητικής πολυφωνίας και του bel canto φωνητικού ιδιώματος αποτελούν χαρακτηριστικά που φανερώνουν τις επιρροές του Canzone Napoletana στο ελληνόφωνο αστικό λαϊκό τραγούδι. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως σε ποικίλες περιπτώσεις, συχνά και λόγω της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν τα τραγούδια διεθνώς, το δίκτυο που τελικά σχηματίζεται είναι εξαιρετικά σύνθετο και δεν αφορά μόνο τις ελληνο-ιταλικές σχέσεις.

Με βάση τις διαθέσιμες πηγές, η «Σμυρνιοπούλα» ηχογραφείται για πρώτη φορά το 1908 στην Κωνσταντινούπολη, από την Σμυρναϊκή εστουδιαντίνα και για λογαριασμό της Odeon (CX 1881 – No 58579). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε πως πολλές φορές επικρατεί σύγχυση στους μελετητές σχετικά με τις ονομασίες των εστουδιαντινών, των οποίων ο αριθμός αυξήθηκε ραγδαία πολύ σύντομα. Συχνά, το ίδιο σχήμα φαίνεται πως χρησιμοποιεί περισσότερες από μία ονομασίες (όπως και η εστουδιαντίνα του Βασίλη Σιδερή). Η πιο προβληματική ταύτιση γίνεται συχνά μεταξύ της Εστουδιαντίνα Σιδερή ή Βασιλάκη με την Σμυρναϊκή Εστουδιαντίνα.

Το γεγονός ότι ο Σιδερής και η εστουδιαντίνα του δρουν στη Σμύρνη ωθεί ίσως τους μελετητές να την ονομάζουν «σμυρναϊκή», την ώρα που στην δισκογραφία συναντάμε άλλη εστουδιαντίνα με επίσημο όνομα, τυπωμένο στις ετικέτες, το «Σμυρναϊκή Εστουδιαντίνα». Μία εξαίρεση, με βάση τα μέχρι τώρα στοιχεία, αποτελούν δύο ηχογραφήσεις τον Δεκέμβρη του 1911, τις οποίες πραγματοποιεί η Εστουδιαντίνα Βασιλάκη για την Gramophone στην Σμύρνη. Στις δύο αυτές ηχογραφήσεις της Εστουδιαντίνα Βασιλάκη αναγράφεται στις ετικέτες «Σμυρναϊκή Εστουδιαντίνα (Βασιλάκη)» (βλέπε Καλυβιώτης, 2002, Ordoulidis 2021b, “Καρολίνα” και “Χιπ Άϊδι”, 2353y – 3-14711). Τα παραπάνω αφορούν τους δίσκους και τις ετικέτες τους. Πρωτογενείς πηγές, όμως, αποτελούν και τα έγγραφα των ίδιων των εταιρειών. Για παράδειγμα, τα έγγραφα των ηχογραφήσεων της Gramophone αποδελτίωσε ο Alan Kelly, και τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής περιλαμβάνονται στη βάση δεδομένων του στο διαδίκτυο. Σε αντίθεση με τους δίσκους, τα στοιχεία που μελετούμε στην εργασία του Kelly προσθέτουν νέες πληροφορίες: συγκεκριμένα, εντοπίζονται 17 εγγραφές, όπου στο πεδίο “Session Performer(s)” διαβάζουμε “SMYRNEIKI ESTUDIANTINA (VASILAKI)”. Παρόλα αυτά, μέσα σε αυτές τις 17 εγγραφές περιλαμβάνονται και ορισμένες για τις οποίες διαθέτουμε τον δίσκο, στου οποίου την ετικέτα ο όρος «Σμυρναϊκή» είναι απών. Ενδεχομένως, οι εταιρείες να επέλεγαν την αναγραφή του όρου «Σμυρναϊκή» στις ετικέτες μόνο για ένα από τα δύο συγκροτήματα, με σκοπό να αποσοβήσουν τη σύγχυση στους αγοραστές.

Ο ήχος των δύο συγκροτημάτων (Σμυρναϊκή Εστουδιαντίνα και Εστουδιαντίνα Βασιλάκη) παρουσιάζει αισθητικές διαφοροποιήσεις που καθιστούν την ταύτιση τους προβληματική. Ο μεν ήχος της Σμυρναϊκής Εστουδιαντίνας είναι αυτό που ο Κοκκώνης περιγράφει ως «αλα γκρέκα» αισθητικό κόσμο, που κινείται ενδιάμεσα των δύο μεγάλων, αρκετά ρευστών φυσικά, πόλων του «αλα τούρκα» και του «αλα φράγκα» (Κοκκώνης, 2017: 97). Ο δε ήχος της Εστουδιαντίνας Σιδερή δείχνει πως ακολουθεί πιστά την αλα φράγκα οδό. Οι αποκλίσεις αφορούν την τοποθέτηση των φωνών των τραγουδιστών, το οργανολόγιο, το ρεπερτόριο που ηχογραφείται και τις πρακτικές εκτέλεσης. Συχνά, μάλιστα, η κάθε εστουδιαντίνα ταυτίζεται και με τον/τους δικό/ούς της τραγουδιστή/ές (για παράδειγμα, ο Γ. Τσανάκας με την Σμυρναϊκή ενώ ο Γιώργος Σαβαρής με την Εστουδιαντίνα Βασιλάκη).

Μία ακόμη ηχογράφηση της «Σμυρνιοπούλας» πραγματοποιείται στην Σμύρνη, τον Μάρτιο του 1909, με την Ελληνική εστουδιαντίνα και για λογαριασμό της Gramophone Concert Record (12804b – 6-12688). Στις βάσεις δεδομένων των AHRC Research Centre for the History and Analysis of Recorded Music και Alan Kelly εμφανίζονται δύο ακόμη εγγραφές, των οποίων τις ηχογραφήσεις δεν έχουμε καταφέρει ακόμη να εντοπίσουμε:

- Ελληνική εστουδιαντίνα, 12301b, Κωνσταντινούπολη, 28 Φεβρουαρίου 1909
- Mlle Simonides, 12410b – 4-13521, Κωνσταντινούπολη, 8 Μαρτίου 1909

Η πρώτη, δεδομένης της ανυπαρξίας κωδικού δίσκου, εικάζουμε πως δεν κυκλοφόρησε στην αγορά.

Δύο ηχογραφήσεις του τραγουδιού πραγματοποιήθηκαν στη Νέα Υόρκη για λογαριασμό της Columbia: η πρώτη στις 26 Απριλίου 1911 (19315-1 - E834) με τίτλο "Η Σμυρνιοπούλα" και ερμηνευτή τον Π. Αρμάνδο, και η δεύτερη με τον Γιώργο Χέλμη περίπου τον Νοέμβριο του 1917 (58999 – E-3804). Ο τίτλος σε αυτήν την εκδοχή είναι «Εύμορφή μου Σμυρνιοπούλα».

Σύμφωνα με τον Franco Fabbri (2016: 33 και 2019: 79), το τραγούδι (με τον τίτλο "Nanninella") αποδίδεται στους Vincenzo Di Chiara (μουσική) και Antonio Barbieri (στίχοι) και γνώρισε μεγάλη επιτυχία στις παραστάσεις της Elvira Donnarumma στο θέατρο Eldorado της Νάπολης το 1906, ενώ, σύμφωνα με την ίδια πηγή, το 1909 δισκογραφήθηκε από το φωνητικό σύνολο Figli di Ciro (Gramophone V 92475, αρ. μήτρας 13347½b, Νάπολη 22.5.1909). Ηχογραφήθηκε, επίσης, την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα στη Νάπολη από τη Lufrano (Pathé 84384).

Η παρτιτούρα περιλαμβάνεται στην έκδοση "La tavola rotonda, Piedigrotta 1906", σελ. 13–14 (Κυριακάτικη λογοτεχνική, εικονογραφημένη, μουσική εφημερίδα), που εκδόθηκε από τον οίκο F. Bideri στη Νάπολη στις 6 Σεπτεμβρίου, 1906. Το “Piedigrotta”, το οποίο διαβάζουμε στον τίτλο της εφημερίδας, αφορά σε μία από τις πιο διάσημες και παλαιότερες θρησκευτικές γιορτές που πραγματοποιούνταν στη Νάπολη. Κατά την διάρκεια της γιορτής ένας μουσικός διαγωνισμός λάμβανε χώρα, ο οποίος κατά τον 19ο αιώνα μετατράπηκε σε δυναμικό φεστιβάλ. Το εν λόγω φεστιβάλ πήρε τη μορφή εμπορικού μηχανισμού, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση και προώθηση του ναπολιτάνικου τραγουδιού.

Στην ελληνική παρτιτούρα που κυκλοφόρησε από τις Edition S. Christidis στην Κωνσταντινούπολη το τραγούδι αναφέρεται ως διασκευή του Π. Τσαμπουνάρη (ή Τσαμπουνάρα) σε στίχους Γ. Λαμπρυνίδου. Επίσης, σύμφωνα με την παρτιτούρα που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Γεωργίου Δ. Φέξη με τίτλο "Άσμα δικαιοσύνης", το τραγούδι "Nanninella" σε διασκευή Θεόφραστου Σακελλαρίδη και με άλλους στίχους των Μπάμπη Άννινου και Γιώργου Τσοκόπουλου συμπεριελήφθη στην πρώτη επιθεώρηση των "Παναθηναίων" σε κείμενο Μπάμπη Άννινου-Γιώργου Τσοκόπουλου και μουσική Θεόφραστου Σακελλαρίδη. Πρωτοπαρουσιάστηκε στις 6 Ιουλίου 1907 στο θέατρο "Νέα Σκηνή" από τον θίασο Κώστα Σαγιώρ και είχε ως κύριο θέμα τη μετανάστευση στις ΗΠΑ.

Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι στην βάση δεδομένων, που προέκυψε από την έρευνα του Alan Kelly, περιλαμβάνονται δύο ηχογραφήσεις με τα εξής στοιχεία:

- Dikeossini, YANGOS PSAMMATIANOS, 10723b – X-2-102659, Athens Greece, 1907-10
- I Dikeossini (Panathinea), ESTUDIANTINA GRECQUE, 13403b – 3-14580, (Izmir) Turkey, 1909-05

Επίσης, ο Αριστομένης Καλυβιώτης στο βιβλίο του Σπάνιες ηχογραφήσεις μικρών εταιρειών 1905-1930 (2020: 94) περιλαμβάνει ηχογράφηση του τραγουδιού, με τίτλο "Η δικαιοσύνη εκ των Παναθηναίων", που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το 1908 από τον Αλεξ. Κανδρεβιώτη (Απόλλων 135). Καταγράφεται μία ακόμα ηχογράφηση, με τον τίτλο "TA PANATHINAIA: I dikeosini" που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα πιθανώς το 1908 από τον Μ. Κοφινιώτη (Odeon Gx 146 - X 58525).

Τα τεκμήρια αυτά φανερώνουν τα γρήγορα αντανακλαστικά του δισκογραφικού δικτύου, σε περιπτώσεις δημοφιλών τραγουδιών τα οποία περνούν στο ελληνικό ρεπερτόριο, τυπώνονται σε παρτιτούρες, συμπεριλαμβάνονται σε παραστάσεις και, εν τέλει, εισάγονται και στην δισκογραφία. Αν μη τι άλλο, οι λαϊκοί μουσικοί λειτουργούν ως ραδιόφωνα της εποχής, δισκογραφώντας μεγάλα hit.

Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
[Barbieri Antonio
Ελληνικοί στίχοι: Λαμπρυνίδης Γ.]
Τραγουδιστές:
Χέλμης Γιώργος Ν.
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Ορχήστρα
Χρονολογία ηχογράφησης:
03/1918 (;)
Τόπος ηχογράφησης:
Νέα Υόρκη
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Columbia USA
Αριθμός καταλόγου:
E-3804
Αριθμός μήτρας:
58999
Διάρκεια:
3:32
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10'' (25 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Col_E3804_EvmorfiMouSmyrniopoula
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Εύμορφή μου Σμυρνιοπούλα", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=4596

Σχετικά τεκμήρια

Δείτε επίσης