Όσο κι αν πονώ

Αναφέρει ο Γιάννης Παπαγεωργίου στη διπλωματική του εργασία "Κώστας Σκαρβέλης: καταγραφή και ανάλυση του έργου του" (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Μουσικές Τέχνες, Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2017) σχετικά με το τραγούδι: "Η ορχήστρα που ηχογράφησε το κομμάτι αποτελείται από μια κιθάρα, ένα ακορντεόν και δυο μπουζούκια. Το τονικό κέντρο του τραγουδιού είναι η νότα λα, ενώ σε ότι αφορά το μουσικό δρόμο, το κομμάτι ανήκει στο δρόμο του ματζόρε και στο δρόμο του μινόρε. Ρυθμικά, το κομμάτι είναι χασάπικο (2/4) και το τέμπο του είναι Adagio (75 bpm).
Το τραγούδι ξεκινάει στο λεβάρε του δεύτερου χρόνου με την εισαγωγή. Η εισαγωγή διαρκεί οχτώ μέτρα και στη συνέχεια επαναλαμβάνεται με το τελευταίο μέτρο να παραλλάσσεται. Στο πρώτο τετράμετρο, το ακορντεόν παίζει τη μελωδία, ενώ τα μπουζούκια συνοδεύουν με άρσεις ογδόων παίζοντας με βάση στις συγχορδίες της κιθάρας. Στο δεύτερο μέρος της εισαγωγής (μέτρο 5-8), την πρώτη φωνή παίζει το πρώτο μπουζούκι. Τη δεύτερη φωνή παίζει το δεύτερο μπουζούκι και το ακορντεόν. Οι χρονικές αξίες είναι όγδοα και δέκατα έκτα, ενώ η μελωδία κινείται αλυσιδωτά σε σχέση με τη συνοδεία της κιθάρας. Στο συνοδευτικό μέρος, οι συγχορδίες της εισαγωγής αλλάζουν κάθε δύο μέτρα με την αλληλουχία του Ι/II/V/I (A-Bm-E-A). Στην πρώτη επανάληψη, η μελωδία καταλήγει στη νότα μι (πέμπτη νότα της κλίμακας), ενώ στην επανάληψη καταλήγει στην τονική νότα λα. Από την κλίμακα Λα ματζόρε της εισαγωγής, με την είσοδο των στίχων, το τραγούδι μεταφέρεται στο δρόμο λα μινόρε. Οι χρονικές αξίες κάθε συλλαβής είναι όγδοα, ενώ στις ενδιάμεσες γέφυρες η μελωδία επιστρέφει στα δέκατα έκτα. Η δομή του κομματιού είναι αρκετά ξεκάθαρη. Η εισαγωγή διαρκεί οχτώ μέτρα, ενώ τα λόγια διαρκούν δεκαέξι μέτρα συνολικά.
Ένα χαρακτηριστικό αυτού του τραγουδιού είναι ο τρόπος με τον οποίο κινείται η μελωδία στις μετατροπίες των μουσικών δρόμων. Ο Σκαρβέλης, τόσο στο 1ο, όσο και στο 11ο μέτρο, χρησιμοποιεί την τεχνική του αρπέζ ξεκινώντας από την τρίτη βαθμίδα της συγχορδίας και πέμπτη νότα της κλίμακας (νότα μι). Πρόκειται για τη διατονική μετατροπία, η οποία εμφανίζεται συχνά στην ευρωπαϊκή μουσική. Ένα άλλο σημείο προς παρατήρηση είναι η αντιστικτική κίνηση φωνών την οποία κάνει χρήση ο Κώστας Σκαρβέλης. Συγκεκριμένα, από το 19ο μέτρο και ως το τέλος, δηλαδή στο τελευταίο δίστιχο κάθε στροφής, την πρώτη φωνή συνοδεύει η φωνή του Στελλάκη Περπινιάδη. Ειδικότερα στο 19ο-21ο μέτρο, η δεύτερη φωνή κάνει αναστροφή κι από διάστημα 3ης μικρό, γίνεται 6ης κάτω από τη μελωδική γραμμή.
Στο συνοδευτικό μέρος, η κιθάρα, κατά τη διάρκεια των στίχων, συνοδεύει απλά το κομμάτι, ενώ στις 'γέφυρες' ανάμεσα στα λόγια παίζει ταυτοφωνία με τη μελωδία σε πιο χαμηλή οκτάβα (μέτρο 14, μέτρο 22). Το στοιχείο αυτό, όπως και η χρήση νοτών με μεγαλύτερη αξία μέσα στους στίχους του τραγουδιού, δείχνει την πρόθεση του δημιουργού να δώσει χώρο στα λόγια να ακουστούν χωρίς να 'φορτώνει' παραπάνω το ίδιο το κομμάτι".

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
Σκαρβέλης Κώστας
Τραγουδιστές:
Κάβουρας Γιώργος [και Περπινιάδης Στελλάκης]
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Λαϊκή ορχήστρα
Διεύθυνση Ορχήστρας:
Περιστέρης Σπύρος
Χρονολογία ηχογράφησης:
1938
Τόπος ηχογράφησης:
Αθήνα
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Parlophone
Αριθμός καταλόγου:
B-21974-Ι
Αριθμός μήτρας:
Go 3101
Διάρκεια:
3:11
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10'' (25 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Parl_B21974_OsoKiAnPono
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Όσο κι αν πονώ", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=10672

Αναφέρει ο Γιάννης Παπαγεωργίου στη διπλωματική του εργασία "Κώστας Σκαρβέλης: καταγραφή και ανάλυση του έργου του" (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Μουσικές Τέχνες, Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2017) σχετικά με το τραγούδι: "Η ορχήστρα που ηχογράφησε το κομμάτι αποτελείται από μια κιθάρα, ένα ακορντεόν και δυο μπουζούκια. Το τονικό κέντρο του τραγουδιού είναι η νότα λα, ενώ σε ότι αφορά το μουσικό δρόμο, το κομμάτι ανήκει στο δρόμο του ματζόρε και στο δρόμο του μινόρε. Ρυθμικά, το κομμάτι είναι χασάπικο (2/4) και το τέμπο του είναι Adagio (75 bpm).
Το τραγούδι ξεκινάει στο λεβάρε του δεύτερου χρόνου με την εισαγωγή. Η εισαγωγή διαρκεί οχτώ μέτρα και στη συνέχεια επαναλαμβάνεται με το τελευταίο μέτρο να παραλλάσσεται. Στο πρώτο τετράμετρο, το ακορντεόν παίζει τη μελωδία, ενώ τα μπουζούκια συνοδεύουν με άρσεις ογδόων παίζοντας με βάση στις συγχορδίες της κιθάρας. Στο δεύτερο μέρος της εισαγωγής (μέτρο 5-8), την πρώτη φωνή παίζει το πρώτο μπουζούκι. Τη δεύτερη φωνή παίζει το δεύτερο μπουζούκι και το ακορντεόν. Οι χρονικές αξίες είναι όγδοα και δέκατα έκτα, ενώ η μελωδία κινείται αλυσιδωτά σε σχέση με τη συνοδεία της κιθάρας. Στο συνοδευτικό μέρος, οι συγχορδίες της εισαγωγής αλλάζουν κάθε δύο μέτρα με την αλληλουχία του Ι/II/V/I (A-Bm-E-A). Στην πρώτη επανάληψη, η μελωδία καταλήγει στη νότα μι (πέμπτη νότα της κλίμακας), ενώ στην επανάληψη καταλήγει στην τονική νότα λα. Από την κλίμακα Λα ματζόρε της εισαγωγής, με την είσοδο των στίχων, το τραγούδι μεταφέρεται στο δρόμο λα μινόρε. Οι χρονικές αξίες κάθε συλλαβής είναι όγδοα, ενώ στις ενδιάμεσες γέφυρες η μελωδία επιστρέφει στα δέκατα έκτα. Η δομή του κομματιού είναι αρκετά ξεκάθαρη. Η εισαγωγή διαρκεί οχτώ μέτρα, ενώ τα λόγια διαρκούν δεκαέξι μέτρα συνολικά.
Ένα χαρακτηριστικό αυτού του τραγουδιού είναι ο τρόπος με τον οποίο κινείται η μελωδία στις μετατροπίες των μουσικών δρόμων. Ο Σκαρβέλης, τόσο στο 1ο, όσο και στο 11ο μέτρο, χρησιμοποιεί την τεχνική του αρπέζ ξεκινώντας από την τρίτη βαθμίδα της συγχορδίας και πέμπτη νότα της κλίμακας (νότα μι). Πρόκειται για τη διατονική μετατροπία, η οποία εμφανίζεται συχνά στην ευρωπαϊκή μουσική. Ένα άλλο σημείο προς παρατήρηση είναι η αντιστικτική κίνηση φωνών την οποία κάνει χρήση ο Κώστας Σκαρβέλης. Συγκεκριμένα, από το 19ο μέτρο και ως το τέλος, δηλαδή στο τελευταίο δίστιχο κάθε στροφής, την πρώτη φωνή συνοδεύει η φωνή του Στελλάκη Περπινιάδη. Ειδικότερα στο 19ο-21ο μέτρο, η δεύτερη φωνή κάνει αναστροφή κι από διάστημα 3ης μικρό, γίνεται 6ης κάτω από τη μελωδική γραμμή.
Στο συνοδευτικό μέρος, η κιθάρα, κατά τη διάρκεια των στίχων, συνοδεύει απλά το κομμάτι, ενώ στις 'γέφυρες' ανάμεσα στα λόγια παίζει ταυτοφωνία με τη μελωδία σε πιο χαμηλή οκτάβα (μέτρο 14, μέτρο 22). Το στοιχείο αυτό, όπως και η χρήση νοτών με μεγαλύτερη αξία μέσα στους στίχους του τραγουδιού, δείχνει την πρόθεση του δημιουργού να δώσει χώρο στα λόγια να ακουστούν χωρίς να 'φορτώνει' παραπάνω το ίδιο το κομμάτι".

Δημιουργός (Συνθέτης):
Στιχουργός:
Σκαρβέλης Κώστας
Τραγουδιστές:
Κάβουρας Γιώργος [και Περπινιάδης Στελλάκης]
Ορχήστρα-Εκτελεστές:
Λαϊκή ορχήστρα
Διεύθυνση Ορχήστρας:
Περιστέρης Σπύρος
Χρονολογία ηχογράφησης:
1938
Τόπος ηχογράφησης:
Αθήνα
Γλώσσα/ες:
Ελληνικά
Εκδότης:
Parlophone
Αριθμός καταλόγου:
B-21974-Ι
Αριθμός μήτρας:
Go 3101
Διάρκεια:
3:11
Θέση τεκμηρίου:
Δισκοθήκη Αρχείου Κουνάδη
Φυσική περιγραφή:
Δίσκος 10'' (25 εκατοστών)
Προέλευση:
Αρχείο Κουνάδη
Αναγνωριστικό:
Parl_B21974_OsoKiAnPono
Άδεια χρήσης:
cc
Παραπομπή:
Αρχείο Κουνάδη, "Όσο κι αν πονώ", 2019, https://vmrebetiko.gr/item?id=10672

Δείτε επίσης